ιαμβικός

ιαμβικός
-ή, -ό (Α ἰαμβικός, -ή, -όν) [ίαμβος]
1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους
2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» — ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης προς θέση 1:2 ή 2:1
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (< *ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰαμβική
είδος ήρεμου, απλού και λιτού χορού
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβικόν
το τρίτο μέρος τού πυθικού νόμου κατά τον οποίο αναπαρίσταται η πάλη τού Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο οποίος συνίστατο σε μίμηση τών σαλπισμάτων τού αγώνα και τού τριξίματος τών δοντιών τού δράκοντα, τού λεγόμενου οδοντισμού*.
επίρρ...
ἰαμβικῶς (Α)
με ιαμβικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιαμβικός — ή, ό αυτός που αποτελείται από ιάμβους ή έχει το ρυθμό του ιάμβου: Ιαμβικός στίχος. – Ιαμβική ποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰαμβικός — ἰ̱αμβικός , ἰαμβίζω assail in iambics perf part act neut nom/voc/acc sg ἰαμβικός of invective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικά — ἰαμβικός of invective neut nom/voc/acc pl ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός of invective fem nom/voc/acc dual ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός of invective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικῶν — ἰαμβικός of invective fem gen pl ἰαμβικός of invective masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικόν — ἰαμβικός of invective masc acc sg ἰαμβικός of invective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σημωνίδης ο Αμοργίνος — Ιαμβικός ποιητής του β’ μισού του 7ου π.Χ. αι.· γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά ίδρυσε στην Αμοργό μια αποικία συμπολιτών του. Σώζονται, εκτός από λίγα αποσπάσματα, δύο ολόκληρα ποιήματα, σε ιαμβικούς στίχους· το μεγαλύτερο απ’ αυτά (118 στίχοι) είναι η …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβικαῖς — ἰαμβικός of invective fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικαί — ἰαμβικός of invective fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικοῖς — ἰαμβικός of invective masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβικοί — ἰαμβικός of invective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”